πολύνευρον

πολύνευρον
πολύ-νευρον, τό,
A = ἀρνόγλωσσον, Ps.-Dsc.2.126.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύνευρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύνευρον — τὸ, Α βλ. πολύνευρος …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • πολύνευρος — η, ο / πολύνευρος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”